- Εὐχάριστον
- Εὐχάριστοςagreeablemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
благодарьно — (4*) нар. к благодарьныи: въ гнѣвъ бо ѥда и пока˫ани˫а не ||=приѥмлеть. оумолчимъ и расудимъ. и возбьнѣмъ когда оубо огл҃оуѥми. къ пастырю бл҃годарно терпѣти и въ безмолвьи трѣбоуѥмъ. когда же извѣстиѥ к немоу творѩще мнѣ сѩ мнить. во всѩкомь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενδιατίθεμαι — ἐνδιατίθεμαι (Α) 1. τακτοποιώ 2. εκθέτω, αναπτύσσω («οἷς ἐνδιαθήσονται τὸ εὐχάριστον», Φίλ.) 3. είμαι, γίνομαι ενδιάθετος … Dictionary of Greek